Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗΣ
Εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν ότι η κατάθλιψη προκαλείται από την ανεπάρκεια σεροτονίνης. Που είναι όμως οι επιστημονικές αποδείξεις αυτής της θεωρίας;
Άρθρο της ψυχιάτρου Dr Kelly Brogan
«Η κατάθλιψη αποτελεί μια σοβαρή ιατρική κατάσταση που μπορεί να οφείλεται σε μια χημική ανισορροπία και το φάρμακο Zoloft μπορεί να διορθώσει αυτή την ανισορροπία». Εδώ ακριβώς έγκειται ο μύθος της σεροτονίνης.
Αφού η Αμερική είναι η 1 από τις 2 μόνο χώρες στον κόσμο που επιτρέπουν την άμεση διαφήμιση στους καταναλωτές, αναμφίβολα έχει επιβάλλει στους πολίτες την «αιτία της κατάθλιψης». Μια αιτία που δεν οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος, αλλά μάλλον είναι θέμα κάποιων ουσιών που διέρχονται από τα κέντρα του εγκεφάλου! Αυτό βέβαια δεν χρειάζεται να προστεθεί στη λίστα με τα προβλήματα, αφού υπάρχει ήδη μια βολική λύση που περιμένει στο γραφείο του γιατρού…
Τι θα λέγατε αν σας αποκάλυπτα ότι, μετά από 6 δεκαετίες έρευνας, η θεωρία της κατάθλιψης και του άγχους που οφείλονται στη σεροτονίνη (ή τη νορεπινεφρίνη ή τη ντοπαμίνη) δεν έχει αποκτήσει επιστημονική αξιοπιστία; Προφανώς θα ζητούσατε επιχειρήματα γι’ αυτόν τον συγκλονιστικό ισχυρισμό. Διαβάστε παρακάτω:
Η επιστήμη της Ψυχιατρικής είναι ελλιπής
Αντί για κάποιο ανησυχητικά υπεραπλουστευτικό, μονοδιάστατο μοντέλο ψυχικής ασθένειας, η σύγχρονη εξερεύνηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχει αποδείξει ότι ίσως γνωρίζουμε λιγότερα από όσα τελικά νομίζουμε. Και ότι όσα γνωρίζουμε για τις βαθύτερες αιτίες των ψυχικών ασθενειών φαίνεται ότι σχετίζονται περισσότερο με την έννοια της εξελικτικής αναντιστοιχίας παρά με τα γονίδια και τις χημικές ελλείψεις. Στην πραγματικότητα, σε μια μετα-ανάλυση που πραγματοποιήθηκε σε περισσότερους από 14.000 ασθενείς, ο επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας δρ Insel δήλωσε τα εξής: «Παρά τις υψηλές προσδοκίες, ούτε η γονιδιωματική ούτε η μέθοδος απεικόνισης επηρέασε τη διάγνωση ή τη θεραπεία των 45 εκατομμυρίων Αμερικανών που πάσχουν από κάποια σοβαρή ή μέτρια ψυχική ασθένεια κάθε χρόνο».
Για να κατανοήσουμε τι είναι η ανισορροπία, πρέπει να γνωρίζουμε πώς είναι η ισορροπία και η Νευροεπιστήμη μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβώσει τη βέλτιστη κατάσταση του εγκεφάλου ούτε τον τρόπο αξιολόγησής της. Μια ανάλυση στο ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine» όσον αφορά τη μείζονα κατάθλιψη αναφέρει τα εξής: «…πολυάριθμες μελέτες για τους μεταβολίτες της νορεπινεφρίνης και της σεροτονίνης στο πλάσμα, τα ούρα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό καθώς και μελέτες που έγιναν στους εγκεφάλους των ασθενών που είχαν πεθάνει και που έπασχαν από κατάθλιψη δεν έχουν ακόμα προσδιορίσει πειστικά την υποτιθέμενη έλλειψη».
Τα δεδομένα άφησαν κενά στη θεωρία ενώ ακόμα και ο τομέας της Ψυχιατρικής καταθέτει τα όπλα. Ένα από τα αγαπημένα μου δοκίμια είναι αυτό του δρος Lacasse και του δρος Leo το οποίο συγκεντρώνει απόψεις από διακεκριμένους στοχαστές του τομέα. Πληροφοριακά, πρόκειται για 2 συμβατικούς γιατρούς και ερευνητές γενικής ιατρικής οι οποίοι ήγειραν αμφιβολίες για το τι μπορεί να προσφέρει η Ψυχιατρική όσον αφορά τα αντικαταθλιπτικά:
«Παρ’ όλο που συχνά δηλώνεται με σιγουριά ότι οι ασθενείς με κατάθλιψη πάσχουν από έλλειψη σεροτονίνης ή νορεπινεφρίνης, τα δεδομένα δείχνουν το αντίθετο». Ομότιμος Καθηγητής Elliot Valenstein από το βιβλίο «Blaming the Brain» (1998) στο οποίο εξετάζονται οι αποδείξεις σχετικά με την υπόθεση της σεροτονίνης.
«Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ένας νευροδιαβιβαστής όπως η σεροτονίνη βρίσκεται παντού και έχει πολλές λειτουργίες, δεν έχει νόημα να την κατηγορούμε ως υπεύθυνη για την εμφάνιση κατάθλιψης, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το αίμα». Επιστημονικός συγγραφέας John Horgan από το βιβλίο «The Undiscovered Mind» (1999), στο οποίο γίνεται κριτική ανάλυση της σύγχρονης Νευροεπιστήμης.
«Δεν έχει βρεθεί σχέση ανάμεσα στην έλλειψη σεροτονίνης και την κατάθλιψη». Ψυχίατρος Joseph Glenmullen, καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, από το βιβλίο «Prozac Backlash» (2000).
«Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν ξεκάθαρες και πειστικές αποδείξεις για το ότι η έλλειψη μονοαμίνης ή σεροτονίνης προκαλεί κατάθλιψη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πραγματική έλλειψη μονοαμίνης». Ψυχίατρος Stephen M. Stahl από το βιβλίο «Essential Psychopharmacology» (2000), το οποίο διδάσκεται στους φοιτητές της ιατρικής.
«Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η κατάθλιψη οφείλεται στην έλλειψη νορεπινεφρίνης ή σεροτονίνης διότι η ενίσχυση των νευροδιαβιβαστών αυτών βελτιώνει τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Ωστόσο, είναι σαν να λέμε ότι επειδή ένα εξάνθημα στο χέρι βελτιώνεται με τη χρήση στεροειδούς κρέμας, το εξάνθημα οφείλεται στην έλλειψη στεροειδών». Ψυχίατροι Pedro Delgado και Francisco Moreno από το άρθρο «Role of Norepinephrine in Depression» που δημοσιεύτηκε το 2000 στο περιοδικό «Journal of Clinical Psychiatry».
«Έγραψα ότι το Prozac δεν διαθέτει μεγαλύτερη, ίσως μάλιστα και μικρότερη, αποτελεσματικότητα από τα προηγούμενα φάρμακα στη θεραπεία της κατάθλιψης…Πιστεύω ότι οι θεωρίες για τη λειτουργία του εγκεφάλου που οδήγησαν στην παρασκευή του Prozac είναι είτε λανθασμένες είτε ανολοκλήρωτες». Ψυχίατρος Peter Kramer, συγγραφέας του βιβλίου «Listening to Prozac», στο οποίο οφείλεται και η διάδοση των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης στο ευρύ κοινό με ένα διευκρινιστικό γράμμα στην εφημερίδα «New York Times» το 2002.
«Αφιέρωσα τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου σε έρευνες πάνω στο θέμα του μεταβολισμού της σεροτονίνης, αλλά ποτέ δεν διαπίστωσα αρκετά πειστικά στοιχεία που να δείχνουν ότι οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή συμπεριλαμβανομένης της κατάθλιψης προκύπτει από έλλειψη σεροτονίνης. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τρόπος να μετρήσουμε τα επίπεδά της στους ανθρώπους, άρα δεν υπάρχει τρόπος να επιβεβαιώσουμε αυτή τη θεωρία. Ορισμένοι νευροεπιστήμονες μάλιστα αναρωτιούνται αν η θεωρία αυτή είναι βιώσιμη, αφού ο εγκέφαλος δεν λειτουργεί σαν υδραυλικό σύστημα». Ψυχίατρος David Burns από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και κάτοχος του βραβείου A.E. Bennett το οποίο του δόθηκε από την Ένωση Βιολογικής Ψυχιατρικής για την έρευνά του σχετικά με τον μεταβολισμό της σεροτονίνης όταν ρωτήθηκε για την επιστημονική βάση της θεωρίας της σεροτονίνης το 2003.
«Στην πραγματικότητα, δεν έχει αποδειχτεί ποτέ καμία ανισορροπία στη σεροτονίνη σε περιπτώσεις κατάθλιψης». Ψυχίατρος David Healy, πρώην γραμματέας της Βρετανικής Ένωσης Ψυχοφαρμακολογίας και ιστοριογράφος των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης στο βιβλίο «Let Them Eat Prozac» (2004).
«Ψάχνουμε για εξηγήσεις στους νευροχημικούς παράγοντες σχετικά με τις ψυχικές διαταραχές, αλλά δεν έχουμε ανακαλύψει καμία». Ψυχίατρος Kenneth Kendler, συνεκδότης του βιβλίου «Psychological Medicine» σε ένα άρθρο ελέγχου το 2005.
Οι ταπεινές ρίζες μιας ισχυρής αντίληψης
Στη δεκαετία του 1950, όταν η ρεζερπίνη εισήχθη αρχικά στην αγορά των ΗΠΑ ως αντιεπιληπτικό φάρμακο, υπήρχε η σημείωση ότι μειώνει τα αποθέματα σεροτονίνης στον εγκέφαλο με αποτέλεσμα λήθαργο και καταστολή. Αυτές οι παρατηρήσεις συνδυάστηκαν με την κλινική σημείωση ότι η φαρμακευτική αγωγή με ιπρονιαζίδη κατά της φυματίωσης προκαλούσε αλλαγές στη διάθεση ύστερα από 5 μήνες θεραπείας στο 70% ενός συνόλου 17 ασθενών. Τέλος, ο δρ Joseph Schildkraut ενίσχυσε όλα τα παραπάνω δυσάρεστα συμπεράσματα το 1965 με το υποθετικό μανιφέστο του που είχε τίτλο «Η υπόθεση της κατεχολαμίνης όσον αφορά τις συναισθηματικές διαταραχές» αναφέροντας τα παρακάτω:
«Στην καλύτερη περίπτωση, οι συναισθηματικές διαταραχές που προκαλούνται από τα φάρμακα μπορούν να θεωρηθούν μόνο παρόμοιες με τις φυσικές διαταραχές, ενώ απομένει να αποδειχτεί αν οι αλλαγές στη συμπεριφορά που προκαλούνται από αυτά τα φάρμακα έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις βιοχημικές ανισορροπίες που θα μπορούσαν να συνδέονται με την ασθένεια». Με βάση την επιτυχία ενός πεδίου που αγωνίζεται για τη δημιουργία βιοϊατρικής νομιμότητας (πέρα από τη λοβοτομή ως μέθοδο θεραπείας!), η Ψυχιατρική ετοιμάζεται για επαναπροσδιορισμό, ενώ οι φαρμακοβιομηχανίες είναι στην ευχάριστη θέση να συμμετέχουν στην προσπάθεια.
Φυσικά, ο εγγενής κίνδυνος να «προχωρήσουμε προς τα πίσω» με αυτόν τον τρόπο (προσέχοντας τις επιδράσεις και εικάζοντας τους μηχανισμούς λειτουργίας) προκύπτει από το γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι λέμε ότι έχουμε μάθει κάτι για το ανθρώπινο σώμα όταν, στην πραγματικότητα, το μόνο που έχουμε μάθει είναι ότι κάποιες κατοχυρωμένες με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας χημικές ουσίες έχουν επιπτώσεις στη συμπεριφορά μας. Αυτό είναι γνωστό ως μοντέλο βασισμένο στα φάρμακα, σύμφωνα με τη δρα Joanna Moncrieff. Σε αυτό το μοντέλο αναγνωρίζουμε ότι τα αντικαταθλιπτικά έχουν επιπτώσεις, αλλά αυτές σε καμία περίπτωση δεν είναι θεραπευτικές ή επανορθωτικές.
Ένα ανάλογο παράδειγμα θα ήταν αυτό μιας γυναίκας που πάσχει από κοινωνική φοβία και διαπιστώνει ότι η κατανάλωση 2 κοκτέιλ ανακουφίζει τα συμπτώματά της. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να φανταστεί ότι ύστερα από 6 εβδομάδες τυχαιοποιημένης μελέτης αυτή η «θεραπεία» θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματική και να συσταθεί για καθημερινή χρήση ή ακόμα και ως μέθοδος πρόληψης των συμπτωμάτων. Ακόμα και τα μειωμένα συμπτώματα της γυναίκας αυτής μετά από 10 χρόνια καθημερινής κατανάλωσης θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους γύρω της να πιστέψουν ότι «χρειαζόταν» το αλκοόλ προκειμένου να διορθωθεί η διαταραχή. Αυτή η αναλογία βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια.
Τρέξιμο με σπασμένα πόδια
Ο ψυχίατρος δρ Daniel Carlat εξηγεί: «Όπου υπάρχει κάποιο επιστημονικό κενό, οι φαρμακευτικές εταιρείες μετά χαράς εισάγουν ένα μήνυμα μάρκετινγκ και το ονομάζουν επιστήμη. Ως αποτέλεσμα, η Ψυχιατρική αποτελεί πρόσφορο έδαφος για τους εξωφρενικούς χειρισμούς μιας επιστήμης που βρίσκεται στην υπηρεσία του κέρδους».
Τι συμβαίνει λοιπόν όταν αφήνουμε τις φαρμακευτικές εταιρείες να ενημερώσουν τους γιατρούς για το τι είναι η επιστήμη; Έχουμε μια βιομηχανία και ένα επάγγελμα που συνεργάζονται για να διατηρήσουν μια θεωρία χτισμένη στην ύπαρξη αντιφατικών στοιχείων. Έχει δημιουργηθεί μια παγκόσμια κατάσταση στην οποία η αύξηση των συνταγογραφούμενων φαρμάκων έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της σοβαρότητας της ασθένειας (συμπεριλαμβανομένων των αριθμών και της διάρκειας των επεισοδίων) συγκριτικά με τα άτομα δεν έχουν υποβληθεί ποτέ σε θεραπεία με φαρμακευτική αγωγή.
Για να γίνει πραγματική εκτίμηση του εύρους των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι τα αντικαταθλιπτικά δεν είναι αποτελεσματικά και ασφαλή, θα πρέπει να κοιτάξουμε πίσω από το τείχος που έχουν υψώσει οι φαρμακευτικές εταιρείες. Πρέπει να ξεθάψουμε αδημοσίευτα δεδομένα, τα οποία ήλπιζαν ότι θα εξακολουθούσαν να κρύβουν μέσα σε σκονισμένα υπόγεια.
Στη διάσημη πλέον μελέτη από τον Turner και άλλους ερευνητές που δημοσιεύτηκε το 2008 στο περιοδικό «New England Journal of Medicine» έγινε προσπάθεια να αποκαλυφθεί η έκταση του χειρισμού των δεδομένων. Απέδειξαν ότι από το 1987 έως το 2004 εγκρίθηκαν 12 αντικαταθλιπτικά με βάση 74 μελέτες. Τα 38 ήταν αποτελεσματικά και τα 37 από αυτά κυκλοφόρησαν. Τα 36 δεν έδειξαν κανένα όφελος, αλλά τα 3 από αυτά κυκλοφόρησαν, 11 κυκλοφόρησαν αφού θεωρήθηκε ότι είχαν θετικά αποτελέσματα (να διαβάζετε πάντα τα δεδομένα και όχι τα συμπεράσματα του συγγραφέα!) και 22 δεν κυκλοφόρησαν καθόλου.
Το 1998, ο δρ Irving Kirsch, ένας εμπειρογνώμονας όσον αφορά το φαινόμενο πλασέμπο, δημοσίευσε μια μετα-ανάλυση 3.000 ασθενών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με αντικαταθλιπτικά, ψυχοθεραπεία, φάρμακα πλασέμπο ή καμία θεραπεία και διαπίστωσε ότι μόνο το 27% της θεραπευτικής ανταπόκρισης οφειλόταν στη δράση του φαρμάκου.
Ακολούθησε μια αναθεώρηση το 2008, η οποία επικαλέστηκε τον Νόμο περί Ελευθερίας της Πληροφόρησης για την απόκτηση πρόσβασης σε αδημοσίευτες μελέτες, και τελικά διαπιστώθηκε ότι τα αντικαταθλιπτικά ξεπέρασαν το εικονικό φάρμακο μόνο σε 20 από τις 46 δοκιμές (λιγότερες από τις μισές!) και ότι η συνολική διαφορά ανάμεσα στα φάρμακα και τα εικονικά φάρμακα ήταν 1,7 μονάδες στην Κλίμακα Κατάθλιψης Χάμιλτον. Αυτή η μικρή αύξηση είναι κλινικά ασήμαντη και πιθανότατα εξηγεί τις ανεπιθύμητες παρενέργειες των φαρμάκων (καταστολή ή υπερδιέγερση).
Όταν χορηγήθηκε ενεργό πλασέμπο, στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων Κοχρέιν διαπιστώθηκε ότι οι διαφορές ανάμεσα στα φάρμακα και τα εικονικά σκευάσματα πλασέμπο εξαφανίστηκαν δικαιώνοντας έτσι τον ισχυρισμό ότι τα αδρανή φάρμακα πλασέμπο ενισχύουν τις αντιληπτές επιπτώσεις του φαρμάκου.
Η διαπίστωση του σημαντικότατου φαινομένου πλασέμπο στις ομάδες θεραπείας αναφέρεται και σε 2 διαφορετικές μετα-αναλύσεις από τον δρα Khan και άλλους ερευνητές οι οποίοι βρήκαν μια διαφορά της τάξεως του 10% όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του εικονικού και του αντικαταθλιπτικού φαρμάκου καθώς και συγκρίσιμα ποσοστά αυτοκτονιών. Σε μια πιο πρόσφατη μελέτη στην οποία εξετάστηκε ο ρόλος των «προσδοκιών» της αντικαταθλιπτικής δράσης, διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς έχασαν το αντιληπτό όφελός τους στις περιπτώσεις που πίστευαν ότι λάμβαναν χάπι ζάχαρης ακόμη και όταν συνέχιζαν την ίδια θεραπευτική αγωγή με Prozac.
Στη μεγαλύτερη μη χρηματοδοτούμενη από τις βιομηχανίες μελέτη, η οποία κόστισε στο δημόσιο 35 εκατομμύρια δολάρια, αναλύθηκαν 4000 ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με Celexa (η μελέτη δεν ήταν τυφλή, συνεπώς γνώριζαν τι φάρμακο έπαιρναν) και διαπιστώθηκε ότι οι μισοί από αυτούς παρουσίασαν βελτίωση σε 8 εβδομάδες. Εκείνοι που δεν βελτιώθηκαν έλαβαν φάρμακα όπως το Wellbutrin, το Effexor ή το Zoloft ή «ενισχύθηκαν» με Buspar ή Wellbutrin.
Μπορείτε να μαντέψετε τι συνέβη; Δεν είχε σημασία ποια αγωγή έλαβαν, διότι παρέμειναν στο ίδιο χαμηλό ποσοστό βελτίωσης του 18-30% και μόνο το 3% των ασθενών παρουσίασε ύφεση στους 12 μήνες. Πώς γίνεται φάρμακα όπως το Wellbutrin, το οποίο υποτίθεται ότι διακόπτει τη σηματοδότηση της ντοπαμίνης και φάρμακα όπως το Stablon που θεωρητικά ενισχύει την επαναπρόσληψη της σεροτονίνης να είναι και τα 2 αποτελεσματικά στην αποκατάσταση αυτής της υποκείμενης ανισορροπίας;
Πώς γίνεται τα φάρμακα για τον θυρεοειδή, οι βενζοδιαζεπίνες, οι β-αναστολείς και τα ηρεμιστικά να έχουν επίσης αποτελέσματα; Και τι σχέση έχει η κατάθλιψη με τη διαταραχή πανικού, τις φοβίες, την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, τις διατροφικές διαταραχές και την κοινωνική φοβία ώστε να δικαιολογείται η ίδια ακριβώς χημική εξισορρόπηση;
Εναλλακτικές επιλογές
Ως γιατρός ολιστικής προσέγγισης, ένα από τα πιο ενοχλητικά πράγματα που συναντώ είναι η χρήση των αμινοξέων και άλλων φαρμακευτικών προϊόντων διατροφής με ιδιότητες «ενίσχυσης της σεροτονίνης». Οι επαγγελματίες που τα προωθούν στην αγορά παίρνουν μια σελίδα από ένα βιβλίο αλλοπαθητικής και επιδιώκουν να αντιγράψουν τις ιδιότητες των αντικαταθλιπτικών. Οι θεμελιώδεις μέθοδοι της σύγχρονης θεωρίας της σεροτονίνης όσον αφορά τη διάθεση περιλαμβάνουν μεθόδους μείωσης της τρυπτοφάνης και χορήγηση μείγματος αμινοξέων οξέος χωρίς τρυπτοφάνη στους εθελοντές ενώ είναι γεμάτες με πολύπλοκες ερμηνείες.
Με απλά λόγια, δεν υπήρξε ποτέ μια μελέτη που να αποδεικνύει ότι η παρέμβαση αυτή προκαλεί αλλαγές στη διάθεση σε ασθενείς που δεν έχουν υποβληθεί σε θεραπεία με αντικαταθλιπτικά. Σε μια σημαντική εργασία με τίτλο «Μηχανισμός οξείας μείωσης τρυπτοφάνης: φταίει μόνο η σεροτονίνη;» ο van Donkelaar και άλλοι επιστήμονες προειδοποιούν τους γιατρούς και τους ερευνητές σχετικά με την ερμηνεία της τρυπτοφάνης. Εξηγούν ότι υπάρχουν πολλές πιθανές επιπτώσεις από αυτή τη μεθοδολογία, δηλώνοντας τα εξής:
«Σε γενικές γραμμές, διάφορα ευρήματα υποστηρίζουν το γεγονός ότι η κατάθλιψη δεν μπορεί να προκληθεί μόνο από μια ανισορροπία στη λειτουργία των υποδοχέων 5-ΗΤ, αλλά πιθανότερο από μια δυσλειτουργία άλλων συστημάτων ή περιοχές του εγκεφάλου που ρυθμίζονται από τους υποδοχείς 5-ΗΤ ή αλληλεπιδρούν με τον πρόδρομο της διαιτητικής συμπεριφοράς. Ομοίως, ο μηχανισμός οξείας μείωσης της τρυπτοφάνης δεν φαίνεται να επηρεάζει το ίδιο το σύστημα των υποδοχέων 5-ΗΤ, αλλά μάλλον προκαλεί ανεπιθύμητες παρενέργειες εξαιτίας της μεσολάβησης των υποδοχέων 5-ΗΤ».
Αφού λοιπόν δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τον ρόλο της σεροτονίνης στη διάθεση και έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι η αντικαταθλιπτική δράση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις πεποιθήσεις, τότε για ποιό λόγο προσπαθούμε να «ενισχύσουμε τη σεροτονίνη»;
Πρόκληση ανισορροπιών
Εκατομμύρια άντρες, γυναίκες και παιδιά σε όλο τον κόσμο υποφέρουν χωρίς ιατρική καθοδήγηση (αφού αυτό δεν αποτελεί μέρος της ιατρικής εκπαίδευσης) προσπαθώντας να διακόψουν τα ψυχιατρικά φάρμακα. Ως γιατρός που προσπαθεί να βοηθήσει αυτούς τους ασθενείς, βρίσκομαι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση γνωρίζοντας τι μπορούν να προκαλέσουν αυτά τα φάρμακα. Η διακοπή των ψυχοτρόπων ουσιών μπορεί να κάνει την απεξάρτηση από το αλκοόλ και την ηρωίνη να μοιάζει με παιχνιδάκι.
Σε μια σημαντική ανάλυση που πραγματοποιήθηκε από τον πρώην διευθυντή του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας αναφέρεται ότι τα αντικαταθλιπτικά «δημιουργούν διαταραχές στις λειτουργίες των νευροδιαβιβαστών» αναγκάζοντας τον οργανισμό να εξισορροπήσει μέσω μιας σειράς προσαρμογών που επέρχονται μετά τη «χρόνια χορήγηση». Αυτό οδηγεί τον εγκέφαλο ύστερα από μερικές εβδομάδες να λειτουργεί με έναν τρόπο που είναι «ποιοτικά και ποσοτικά διαφορετικός από τη φυσιολογική κατάσταση». Οι αλλαγές στην πυκνότητα των β-αδρενεργικών υποδοχέων, η ευαισθησία του αυτοϋποδοχέα σεροτονίνης και η λειτουργία της σεροτονίνης μπαίνουν στη μάχη για την αντιστάθμιση την επίδρασης των φαρμάκων.
Ο Andrews και άλλοι ερευνητές ονομάζουν το φαινόμενο αυτό «αντιθετική ανοχή» και αποδεικνύουν μέσα από μια προσεκτική μετα-ανάλυση 46 μελετών ότι ο κίνδυνος υποτροπής των ασθενών είναι ευθέως ανάλογος με το πόσο ισχυρή είναι η φαρμακευτική αγωγή, ενώ είναι πάντα μεγαλύτερος από αυτόν του εικονικού φαρμάκου (44,6 έναντι 24,7%%). Αμφισβητούν το συμπέρασμα της μειωμένης υποτροπής που οφείλεται στη συνεχή φαρμακευτική αγωγή ισχυριζόμενοι ότι οφείλεται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την αντίδραση που προκαλείται από τη διακοπή μιας ουσίας στην οποία ο οργανισμός έχει αναπτύξει ανοχή. Προχωρούν το θέμα ένα βήμα παραπέρα και προσθέτουν:
«Για παράδειγμα, φυσικές μελέτες έδειξαν ότι οι ασθενείς που δεν υποβάλλονται σε φαρμακευτική αγωγή έχουν πολύ μικρότερα επεισόδια και καλύτερη μακροπρόθεσμη προοπτική σε σύγκριση με τους ασθενείς που παίρνουν φάρμακα. Αρκετές από αυτές τις μελέτες έχουν δείξει ότι η μέση διάρκεια ενός επεισοδίου μείζονος κατάθλιψης χωρίς θεραπεία διαρκεί 12-13 εβδομάδες». Ερευνητές από το Χάρβαρντ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον το 50% των ασθενών που λάμβαναν φάρμακα παρουσίασαν υποτροπή εντός 14 μηνών.
Συγκεκριμένα: «Η μακροχρόνια χρήση αντικαταθλιπτικών μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη… Είναι πιθανόν οι αντικαταθλιπτικοί παράγοντες να τροποποιούν τη σύναψη των νευρωνικών συνάψεων, γεγονός που όχι μόνο καθιστά τα αντικαταθλιπτικά αναποτελεσματικά, αλλά επίσης προκαλεί μια μόνιμη, μη αντιμετωπίσιμη καταθλιπτική κατάσταση». Έτσι, όταν ο γιατρός σας πει «Έχετε σοβαρό πρόβλημα και δεν θα έπρεπε να διακόψετε τη φαρμακευτική αγωγή», θα πρέπει να γνωρίζετε ότι τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι τα συμπτώματα φεύγουν, δεν υποτροπιάζουν».
Μακροχρόνιες μελέτες αποδεικνύουν μικρή αποτελεσματικότητα στους ασθενείς που έλαβαν φαρμακευτική αγωγή με το 60% των ασθενών να εξακολουθούν να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια σε 1 έτος (παρά την πρόσκαιρη βελτίωση μέσα στους πρώτους 3 μήνες). Όταν η αρχική σοβαρότητα της κατάστασης ήταν ελεγχόμενη, 2 προοπτικές μελέτες υποστήριξαν την ύπαρξη χειρότερου αποτελέσματος από τα φάρμακα που χορηγήθηκαν με συνταγή γιατρού:
Στη μία μελέτη, η ομάδα που δεν έλαβε ποτέ φάρμακα εμφάνισε βελτίωση 62% για 6 μήνες, ενώ οι ασθενείς που υποβάλλονταν σε θεραπεία με φάρμακα είχαν μείωση των συμπτωμάτων μόνο κατά 33%. Στην άλλη μελέτη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας που πραγματοποιήθηκε σε ασθενείς με κατάθλιψη σε 15 πόλεις διαπιστώθηκε ότι μετά από 1 έτος εκείνοι που δεν είχαν λάβει ψυχοτρόπα φάρμακα διέθεταν πολύ καλύτερη γενική υγεία, τα συμπτώματά τους ήταν πολύ πιο ήπια και ήταν λιγότερο πιθανό να εξακολουθούν να είναι ψυχικά ασθενείς.
Το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Σε μια αναδρομική μελέτη 10 ετών στην Ολλανδία, το 76% των ατόμων με κατάθλιψη που δεν υποβλήθηκαν σε φαρμακευτική θεραπεία ανάρρωσαν χωρίς υποτροπή σε σχέση με το 50% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία. Σε αντίθεση με το χάος των αντιφατικών μελετών γύρω από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, δεν υπάρχουν συγκρίσιμες μελέτες που να αποδεικνύουν καλύτερα αποτελέσματα σε όσους δόθηκαν αντικαταθλιπτικά μακροπρόθεσμα.
Έτσι, υπάρχει μια κακοσχεδιασμένη θεωρία σε κάποιο κενό της επιστήμης, το οποίο η φαρμακευτική βιομηχανία αγωνίζεται να κλείσει. Έχουμε την ψευδαίσθηση της βραχυπρόθεσμης αποτελεσματικότητας και εικασίες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια των φαρμάκων. Μήπως όμως τα φάρμακα αυτά στην πραγματικότητα βλάπτουν σοβαρά τους ανθρώπους; Η απάντηση είναι θετική.
Αναμφίβολα, τα αντικαταθλιπτικά προκαλούν τάσεις αυτοκτονίας και δολοφονική συμπεριφορά. Το παιχνίδι της ρώσικης ρουλέτας των ασθενών που είναι ευάλωτοι σε αυτές τις «παρενέργειες» μόλις τώρα αρχίζει να διευκρινίζεται και ίσως σχετίζεται με γενετικές αλλαγές όσον αφορά τον μεταβολισμό αυτών των χημικών ουσιών. Ο δρ David Healy εργάστηκε ακούραστα με σκοπό να αποκαλύψει τα δεδομένα που εμπλέκουν τα αντικαταθλιπτικά στις αυτοκτονικές τάσεις και τη βία διατηρώντας μια βάση δεδομένων γεμάτη με εκθέσεις, αναφορές και διαλέξεις σχετικά με τις περιπτώσεις των φαρμάκων που έχουν προκαλέσει θανάτους και οι οποίες θα σας φανούν συγκλονιστικές.
Τι γίνεται με τους πιο ευάλωτους ασθενείς;
Έχω αμέτρητους ασθενείς στο ιατρείο μου που αναφέρουν εκ νέου εμφάνιση αυτοκτονικού ιδεασμού μέσα σε λίγες εβδομάδες από την έναρξη κάποιου αντικαταθλιπτικού. Σε έναν πληθυσμό όπου υπάρχουν μόνο 2 τυχαιοποιημένες μελέτες, διατηρώ σοβαρές ανησυχίες για όσες γυναίκες μετά τον τοκετό ακολούθησαν θεραπεία με αντικαταθλιπτικά πριν δοκιμάσουν πιο ήπιες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις, όπως αλλαγές στη διατροφή και θεραπεία του θυρεοειδούς. Είναι πραγματικά τραγικό να διαβάζει κανείς αναφορές γυναικών που αφαίρεσαν τη ζωή τη δική τους αλλά και των παιδιών τους ενώ ακολουθούσαν θεραπεία με φάρμακα.
Επιπλέον, γίνεται χορήγηση αυτών των φαρμάκων σε παιδιά ηλικίας 2 ετών. Πώς ήταν ποτέ δυνατόν να φανταστούμε ότι αυτό θα αποτελούσε μια ασφαλή και αποτελεσματική θεραπεία για τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα; Λάβετε υπόψη τη Μελέτη 329, η οποία κόστισε στην εταιρεία Glaxo Smith Klein 3 δισεκατομμύρια δολάρια στην προσπάθειά της να προωθήσει τα αντικαταθλιπτικά σε παιδιά. Για τις προσπάθειες αυτές φυσικά ήταν απαραίτητη η παραποίηση δεδομένων τα οποία απέκρυπταν τις τάσεις αυτοκτονίας, παρουσίασαν ψευδώς το φάρμακο Paxil ως πιο αποτελεσματικό συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο και συνέβαλλαν στη δημιουργία τεράστιας ζημιάς εις βάρος των παιδιών μας από τον χώρο της Ψυχιατρικής.
Το τέλος της θεωρίας της μονοαμίνης
Οι Moncrieff και Cohen εκθέτουν λακωνικά την κατάσταση: «Η ανάλυσή μας δείχνει ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, ότι οι περισσότερες από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις των αντικαταθλιπτικών υπάρχουν και σε πολλά άλλα φάρμακα και ότι η μακροχρόνια φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά ή άλλα φάρμακα δεν έχει αποδειχτεί ότι οδηγεί σε μακροπρόθεσμη βελτίωση της διάθεσης. Θεωρούμε ότι η χρήση του όρου «αντικαταθλιπτικό» πρέπει να διακοπεί».
Πού μπορούμε λοιπόν να στραφούμε;
Το πεδίο της ψυχονευροανοσολογίας κυριαρχεί στις έρευνες ως εικονικό παράδειγμα του πώς η ιατρική πρέπει να υπερβεί τα δικά της απλοϊκά όρια, αν σκοπεύουμε να μειώσουμε το ποσοστό των ανθρώπων που υποφέρουν από προβλήματα διάθεσης. Έρχονται κάποιες στιγμές στην εξέλιξή μας ως πολιτισμένα όντα που πρέπει να εγκαταλείψουμε όσα νομίζουμε πως γνωρίζουμε. Πρέπει να κινηθούμε πέρα από την άνεση της βεβαιότητας και να εισέλθουμε στο απελευθερωτικό φως της αβεβαιότητας. Μόνο μέσα από τον χώρο της αναγνωρισμένης άγνοιας μπορούμε πραγματικά να εξελιχτούμε.
Μέσα από τη δική μου ματιά, η εξέλιξη αυτή θα περιλαμβάνει μια αίσθηση θαυμασμού – περιέργεια για το τι μπορούν να μας αποκαλύψουν τα συμπτώματα μιας ψυχικής ασθένειας για το σώμα και το πνεύμα μας, αλλά και δέος διότι δεν διαθέτουμε ακόμη τις κατάλληλες μεθόδους εκτίμησης. Γι’ αυτό τον λόγο, τιμώντας τη συνεξέλιξή μας με τον φυσικό κόσμο και στέλνοντας στο σώμα μας μηνύματα ασφάλειας μέσα από την κίνηση, τη διατροφή, τον διαλογισμό και την περιβαλλοντική αποτοξίνωση αντιπροσωπεύουμε τον πιο αρχέγονο και πιο ισχυρό τρόπο για τη θεραπεία μας.