Η ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΩΣ ΜΕΣΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ
Η απομόνωση ως μέσο πειθαρχίας του παιδιού (και όχι μόνο), αποδεικνύεται όχι μόνο αναποτελεσματική, αλλά και καταστροφική για την εξέλιξη της συμπεριφοράς.
Το τάιμ-άουτ (διάλειμμα) είναι η πιο δημοφιλής τεχνική πειθαρχίας που χρησιμοποιείται από τους γονείς και η πιο συχνά προτεινόμενη από τους παιδίατρους και τους ειδικούς στην ανάπτυξη των παιδιών. Είναι όμως καλό για τα παιδιά; Είναι αποτελεσματικό; Σύμφωνα με τα πορίσματα των τελευταίων ερευνών σχετικά με τις σχέσεις και την ανάπτυξη του εγκεφάλου, δεν είναι.
Έρευνες που διεξήχθησαν, αναφέρουν ότι, κατόπιν σάρωσης του εγκεφάλου, φαίνεται ο πόνος που προκαλείται από την απομόνωση -κατά τη διάρκεια μιας τιμωρίας- να έχει την ίδια εικόνα με τη σωματική κακοποίηση. Μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσετε την επικρατούσα άποψη ότι απομόνωση στη γωνία είναι το καλύτερο μέρος για το παιδί σας;
Μελέτες στην νευροπλαστικότητα και προσαρμοστικότητα του εγκεφάλου έχουν αποδείξει ότι οι επανειλημμένες εμπειρίες αλλάζουν σημαντικά τη φυσική δομή του εγκεφάλου. Από τη στιγμή που οι αλληλεπιδράσεις σχετικές με την πειθαρχία μεταξύ παιδιού και γονέα, αποτελούν μεγάλο μέρος των εμπειριών της παιδικής ηλικίας, είναι σημαντικό το να σκεφτούν οι γονείς σε βάθος το πως ανταποκρίνονται στα παιδιά τους όταν αυτά είναι ανυπάκουα. Η πειθαρχία είναι ζήτημα διδασκαλίας και όχι τιμωρίας. Στα πλαίσια της πειθαρχίας είναι σημαντικό να βρεθούν τρόποι να διδαχτούν τα παιδιά την κατάλληλη συμπεριφορά το οποίο είναι ουσιαστικό για την υγιή τους ανάπτυξη.
Τι συμβαίνει στην περίπτωση των τάιμ-άουτ; Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό που το παιδί αποκομίζει και νιώθει τελικά ως βασική εμπειρία κατά την διάρκεια των τάιμ-άουτ είναι η απομόνωση. Ακόμα και όταν παρουσιάζεται με υπομονετικό και τρυφερό τρόπο, το τάιμ-άουτ τα μαθαίνει ότι όταν κάνουν ένα λάθος ή όταν περνάνε μια δύσκολη στιγμή, θα αναγκαστούν να είναι μόνα τους- ένα μάθημα που βιώνεται συχνά, ιδιαίτερα από τα μικρότερα παιδιά, ως απόρριψη. Επίσης, το ‘‘μήνυμα’’ που επικοινωνείται στα παιδιά, είναι "Ενδιαφέρομαι να είμαι μαζί σου και να είμαι εκεί για εσένα μόνο όταν είσαι καλός".
Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα παιδιά έχουν μια βαθιά ανάγκη για σύνδεση. Δεκαετίες έρευνας στην θεωρία της προσκόλλησης δείχνουν ότι ιδιαίτερα σε στιγμές δυστυχίας, θέλουμε να είμαστε κοντά και να χαλαρώνουμε με τους ανθρώπους που νοιάζονται για εμάς. Αλλά όταν τα παιδιά χάνουν τον συναισθηματικό τους έλεγχο, οι γονείς τα στέλνουν στο δωμάτιό τους ή στην ‘‘καρέκλα τιμωρίας ή σκέψης’’, που σημαίνει ότι σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή της συναισθηματικής τους θλίψης θα πρέπει να υποφέρουν μόνα τους.
Όταν τα παιδιά υπερφορτώνονται συναισθηματικά, παρεκτρέπονται και εκφράζουν τα συναισθήματα τους έντονα καθώς οι υπερβολικές αντιδράσεις ή απαιτήσεις τους απορρέουν από την ανώριμη εσωτερική τους κατάσταση. Επομένως, η έκφραση μιας ανάγκης ή ενός έντονου συναισθήματος οδηγεί σε επιθετική, ασεβή ή μη συνεργάσιμη συμπεριφορά, η οποία είναι απλώς απόδειξη ότι τα παιδιά δεν έχουν ακόμα αναπτύξει ορισμένες δεξιότητες αυτορύθμισης. Η ανυπακοή είναι συχνά μια κραυγή για βοήθεια προκειμένου να ηρεμήσουν και μια προσπάθεια να συνδεθούν συναισθηματικά.
Όταν η γονική απάντηση είναι να απομονώσει το παιδί, μια ενστικτώδης ψυχολογική ανάγκη του παιδιού μένει ανεκπλήρωτη. Μάλιστα, το πιο σημαντικό στα πρόσφατα επιστημονικά ευρήματα από την απεικόνιση και δραστηριότητα του εγκεφάλου δείχνουν ότι η εμπειρία του σχετιζόμενου πόνου- όπως αυτός που προκαλείται από την απόρριψη- μοιάζει πολύ με την εμπειρία ενός σωματικού πόνου.
Πάνω από όλα, το τάιμ-άουτ είναι συνήθως αναποτελεσματικό στην επίτευξη των στόχων της πειθαρχίας, στο να αλλάξουν δηλαδή τα παιδιά τη συμπεριφορά τους και να αναπτύξουν τις δεξιότητες τους. Οι γονείς μπορεί να θεωρούν ότι το τάιμ-άουτ βοηθάει τα παιδιά στο να ηρεμούν και να προβληματίζονται σχετικά με τη συμπεριφορά τους. Αντιθέτως όμως, το τάιμ-άουτ κάνει τα παιδιά να απορυθμίζονται και να θυμώνουν περισσότερο, νιώθοντας λιγότερο ικανά να ελέγξουν τον εαυτό τους ή να σκεφτούν τι έχουν κάνει, καθώς επικεντρώνονται περισσότερο στο πόσο κακοί είναι οι γονείς τους που τα τιμώρησαν.
Όταν τα παιδιά επικεντρώνονται στη ‘‘φρικτή τους τύχη’’ να έχουν έναν κακό και άδικο γονέα που τους τιμώρησε, χάνουν την ευκαιρία να αναπτύξουν δεξιότητες όπως η διορατικότητα, η ενσυναίσθηση και η επίλυση προβλημάτων. Ο χρόνος που περνούν στο τάιμ-άουτ, τους στερεί τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις δεξιότητες που άλλα είδη πειθαρχίας θα μπορούσαν να εστιάσουν. Θεσπίζοντας σαφή όρια, τονίζοντας τη συνεργασία, την συνομιλία και το σεβασμό δίνουμε στα παιδιά την ευκαιρία να εξασκηθούν στο να είναι ενεργά, με ενσυναίσθηση, να νιώθουν συνυπεύθυνα στην λήψη αποφάσεων και να καταλάβουν ορισμένα πράγματα από μόνα τους.
Την επόμενη φορά που θα προκύψει η ανάγκη πειθαρχίας, οι γονείς θα μπορούσαν να σκεφτούν το ενδεχόμενο ενός ‘‘τάιμ-ίν’’, εμπλεκόμενου δηλαδή χρόνου έναντι του διαλείμματος, με στόχο να: δημιουργήσουν μια θετική σύνδεση αγάπης, να καθίσουν με το παιδί και να κουβεντιάσουν μαζί του ή να το παρηγορήσουν. Ορισμένος χρόνος για να ηρεμήσει το παιδί μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά πολύτιμος και να διδάξει το παιδί πως να κάνει μια παύση και να προβληματιστεί σχετικά με τη συμπεριφορά του. Ειδικά για τα μικρότερα παιδιά, η αντανάκλαση ενός θετικού μοντέλου διαπαιδαγώγησης και γονεϊκού προτύπου δημιουργείται στη σχέση και όχι στην απομόνωση. Οι γονείς με τον τρόπο αυτό θα καταφέρουν να είναι περισσότερο αποδοτικοί και αποτελεσματικοί μακροπρόθεσμα.