"ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ": Το βιβλιο που θα αλλαξει τη ζωη σας

Από τότε που υπάρχουν ψυχοφάρμακα, πολλοί νοσηλευόμενοι κόβουν από μόνοι τους τα φάρμακά τους. Μπορούμε να υποθέσουμε σε πόσους απ’ αυτούς εμφανίζεται, μόνο και μόνο γι’ αυτό, μια «υποτροπή», που τους οδηγεί φυσικά σε μια νέα αναγκαστική λήψη ψυχοφαρμάκων...

Είμαι σίγουρος ότι πολλές τέτοιες προσπάθειες θα στέφονταν με επιτυχία, αν οι ενδιαφερόμενοι και οι οικογένειές τους γνώριζαν τα πιθανά προβλήματα και είχαν μια εικόνα για το τι πρέπει να κάνουν, ώστε να μην οδηγηθούν στην υποτροπή. Οι επαγγελματίες του χώρου της ψυχικής υγείας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν σκέφτονται σχεδόν καθόλου πώς να υποστηρίξουν τους πελάτες τους, όταν αυτοί αποφασίσουν να κόψουν τα φάρμακα. Ωστόσο, το να γυρίζουμε την πλάτη σ’ αυτούς τους ανθρώπους και να τους αφήνουμε ν’ αντιμετωπίσουν μόνοι το πρόβλημά τους, δείχνει χαμηλού επιπέδου συναίσθηση ευθύνης.

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων. Αυτές οι ιστορίες υπερβαίνουν σε δύναμη χιλιάδες επιστημονικά ή ψευδοεπιστημονικά κείμενα πάνω στο θέμα των ψυχοφαρμάκων, για έναν απλό λόγο: είναι ιστορίες ανθρώπων, γραμμένες απ’ αυτούς που τις έζησαν και τις έκαναν ζωές τους.

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα» οι άνθρωποι αυτοί βγάζουν από μια σειρά ψευδαισθησιακών κατασκευών και βολικών άλλοθι όλους εμάς: τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τα μέλη των οικογενειών τους, την ευρύτερη κοινωνία. Αυτές οι κατασκευές-άλλοθι έχουν ονόματα κοινά, συνηθισμένα, που χρησιμοποιούνται δίχως περίσκεψη σε όλους τους χώρους που κάνουν πράξη την ψυχοκοινωνική φροντίδα, λιγότερο ή περισσότερο ψυχιατρικά χρωματισμένους: το ανίατο της ψυχικής νόσου, η ανάγκη ισοβιότητας της χρήσης ψυχοφαρμάκων, η πεποίθηση ότι όποιος παίρνει τα φάρμακά του «είναι καλά» και «ξαναρρωσταίνει, αν τα κόψει», η βεβαιότητα ότι τα ψυχοφάρμακα είναι μονόδρομος μετά την εμφάνιση μιας ψυχικής κρίσης. Οι ιστορίες αυτές λένε καινούργια πράγματα και αυτό όχι από τη σκοπιά μιας ακαδημαϊκής αντιψυχιατρικής κριτικής, αλλά πιστοποιώντας με το παράδειγμά τους το εφικτό εναλλακτικών πρακτικών. Οι εμπειρίες που περιγράφονται δίνουν εύλογες και συνταρακτικές απαντήσεις σε κοινότοπα ερωτήματα που κυκλοφορούν στη συζήτηση περί «ψυχικής αρρώστιας», όπως το γιατί οι ψυχιατρικοί ασθενείς δεν θέλουν τα φάρμακά τους, γιατί αγωνίζονται με τέτοιο πάθος να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αυτοκτονούν υπό την επήρειά τους, γιατί εκφράζουν τέτοια απόγνωση στη συνάντηση με το επίσημο σύστημα ψυχικής υγείας. Οι απαντήσεις αυτές δεν αναπαράγουν το μοντέλο της νόσου, αλλά το ανατρέπουν στη ρίζα του: οι ψυχιατρικοί ασθενείς, μας λένε οι άνθρωποι που γράφουν, τουλάχιστον αυτοί που θέλουν να κόψουν ή αρνούνται να πάρουν ψυχοφάρμακα, δεν κάνουν ό,τι κάνουν, δεν λένε ό,τι λένε, γιατί είναι άρρωστοι, αλλά γιατί ακριβώς δεν είναι. Σταματούν τα συνταγογραφημένα ψυχοφάρμακα, γιατί νιώθουν μέσα απ’ αυτά να χάνουν τον εαυτό τους και όχι να τον βρίσκουν. Αγωνίζονται να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αισθάνονται υπό την επήρειά τους να χάνει το νόημά του το υπόλοιπο της ζωής που τους απέμεινε μετά την ψυχιατρική παρέμβαση. Αυτοκτονούν, για να γλιτώσουν από το βασανιστήριο μιας διαρκούς και αμέτοχης ζωής σε κατάσταση σωματικού ράκους. Απελπίζονται, και γίνονται επιθετικοί ή αποσύρονται από την επικοινωνία, γιατί το σύστημα ψυχικής υγείας και η κοινωνία, όλοι εμείς, δεν τους ακούμε και δεν τους παίρνουμε σοβαρά, όταν προσπαθούν να μας επικοινωνήσουν αυτές τις αλήθειες. Είναι έτσι κι αλλιώς ακυρωμένοι από τη στιγμή της διάγνωσης και μετά, σαν εξουδετερωμένοι μέσα από μια συμβολική κίνηση συλλογικής συνεργίας όλων ημών.

Το βιβλίο αυτό έχει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του.

 

Άννα Εμμανουηλίδου: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων. Αυτές οι ιστορίες υπερβαίνουν σε δύναμη χιλιάδες επιστημονικά ή ψευδοεπιστημονικά κείμενα πάνω στο θέμα των ψυχοφαρμάκων, για έναν απλό λόγο: είναι ιστορίες ανθρώπων, γραμμένες απ’ αυτούς που τις έζησαν και τις έκαναν ζωές τους.

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα» οι άνθρωποι αυτοί βγάζουν από μια σειρά ψευδαισθησιακών κατασκευών και βολικών άλλοθι όλους εμάς: τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, τα μέλη των οικογενειών τους, την ευρύτερη κοινωνία. Αυτές οι κατασκευές-άλλοθι έχουν ονόματα κοινά, συνηθισμένα, που χρησιμοποιούνται δίχως περίσκεψη σε όλους τους χώρους που κάνουν πράξη την ψυχοκοινωνική φροντίδα, λιγότερο ή περισσότερο ψυχιατρικά χρωματισμένους: το ανίατο της ψυχικής νόσου, η ανάγκη ισοβιότητας της χρήσης ψυχοφαρμάκων, η πεποίθηση ότι όποιος παίρνει τα φάρμακά του «είναι καλά» και «ξαναρρωσταίνει, αν τα κόψει», η βεβαιότητα ότι τα ψυχοφάρμακα είναι μονόδρομος μετά την εμφάνιση μιας ψυχικής κρίσης. Οι ιστορίες αυτές λένε καινούργια πράγματα και αυτό όχι από τη σκοπιά μιας ακαδημαϊκής αντιψυχιατρικής κριτικής, αλλά πιστοποιώντας με το παράδειγμά τους το εφικτό εναλλακτικών πρακτικών. Οι εμπειρίες που περιγράφονται δίνουν εύλογες και συνταρακτικές απαντήσεις σε κοινότοπα ερωτήματα που κυκλοφορούν στη συζήτηση περί «ψυχικής αρρώστιας», όπως το γιατί οι ψυχιατρικοί ασθενείς δεν θέλουν τα φάρμακά τους, γιατί αγωνίζονται με τέτοιο πάθος να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αυτοκτονούν υπό την επήρειά τους, γιατί εκφράζουν τέτοια απόγνωση στη συνάντηση με το επίσημο σύστημα ψυχικής υγείας. Οι απαντήσεις αυτές δεν αναπαράγουν το μοντέλο της νόσου, αλλά το ανατρέπουν στη ρίζα του: οι ψυχιατρικοί ασθενείς, μας λένε οι άνθρωποι που γράφουν, τουλάχιστον αυτοί που θέλουν να κόψουν ή αρνούνται να πάρουν ψυχοφάρμακα, δεν κάνουν ό,τι κάνουν, δεν λένε ό,τι λένε, γιατί είναι άρρωστοι, αλλά γιατί ακριβώς δεν είναι . Σταματούν τα συνταγογραφημένα ψυχοφάρμακα, γιατί νιώθουν μέσα απ’ αυτά να χάνουν τον εαυτό τους και όχι να τον βρίσκουν. Αγωνίζονται να απαλλαγούν απ’ αυτά, γιατί αισθάνονται υπό την επήρειά τους να χάνει το νόημά του το υπόλοιπο της ζωής που τους απέμεινε μετά την ψυχιατρική παρέμβαση. Αυτοκτονούν, για να γλιτώσουν από το βασανιστήριο μιας διαρκούς και αμέτοχης ζωής σε κατάσταση σωματικού ράκους. Απελπίζονται, και γίνονται επιθετικοί ή αποσύρονται από την επικοινωνία, γιατί το σύστημα ψυχικής υγείας και η κοινωνία, όλοι εμείς, δεν τους ακούμε και δεν τους παίρνουμε σοβαρά, όταν προσπαθούν να μας επικοινωνήσουν αυτές τις αλήθειες. Είναι έτσι κι αλλιώς ακυρωμένοι από τη στιγμή της διάγνωσης και μετά, σαν εξουδετερωμένοι μέσα από μια συμβολική κίνηση συλλογικής συνεργίας όλων ημών.

Το βιβλίο αυτό έχει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του. Οι προσωπικές μαρτυρίες με αυτή τη συνταρακτική τους δύναμη είναι το ένα στοιχείο. Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι ότι ο εμπνευστής και επιμελητής του πρωτότυπου, ο Πέτερ Λέμαν, έθεσε τη λυδία λίθο του βιβλίου όχι στην άρνηση και την κριτική της παραδοσιακής ψυχιατρικής φαρμακοθεραπείας, αλλά στην κοινοποίηση μιας άλλης, εναλλακτικής, υπαρκτής πραγματικότητας. Έτσι, αρνήθηκε να σπαταλήσει γι’ άλλη μια φορά ενέργεια στο να επενδύσει σε μια άρνηση και επένδυσε σε μια θέση, βάζοντας τη συζήτηση σε μια άλλη βάση: τη βάση τού τι κάνουμε τώρα, που το Άλλο είναι εφικτό και ήδη εδώ. Αν υπάρχουν τόσοι άνθρωποι, που ζουν εδώ και χρόνια υγιείς χωρίς ψυχοφάρμακα, ενώ ανήκαν στο πλήθος αυτών που είχαν προγραμματιστεί σε ισόβια χρήση, ποια είναι η θέση μας απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους, που το διεκδικούν; Μπορούμε να συνεχίσουμε να μιλάμε για το ανέφικτο της ίασης χωρίς τη χρόνια χρήση χημικών ουσιών; Μπορούμε να συνεχίσουμε να απαξιώνουμε τη διεκδίκησή τους, θεωρώντας την «ευσεβή πόθο», δυστυχώς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα; Μπορούμε να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε την τραγικά ατεκμηρίωτη κοινοτυπία της «έλλειψης νοσο-ενσυναίσθησης»; Μπορούμε να συνεχίσουμε να μην τους ακούμε;

Το βιβλίο θέλει να είναι ταυτόχρονα εμπνευστής και εργαλείο, για όσους ήδη βρίσκονται κοντά στην απόφαση να δοκιμάσουν «και αλλιώς» – είτε αυτοί βρίσκονται από την πλευρά αυτών που κάνουν οι ίδιοι χρήση ψυχοφαρμάκων, είτε από την πλευρά όσων βρίσκονται με διάφορες ιδιότητες δίπλα τους ή απέναντί τους. Θέλει να συμβάλει πρακτικά στην οικοδόμηση νέων εκδοχών – κι αυτό αποτελεί άλλον έναν νεωτερισμό ανάμεσα στους άλλους. Και ως εργαλείο, θέλει να μεταφέρει σαφώς και κατανοητά πρακτικές πληροφορίες, οι οποίες σπάνια φτάνουν στο κοινό, συμβάλλοντας έτσι ενεργητικά στη άρση της άγνοιας και της παραπληροφόρησης. Έτσι, διαβάζουμε σ’ αυτό: τον τρόπο που δρουν βιοχημικά τα ψυχοφάρμακα, ότι η απότομη διακοπή τους μπορεί να οδηγήσει σε ψυχωσικόμορφες εμπειρίες που δεν έχουν να κάνουν με την αρχική «νόσο», αλλά με τη βιοχημική εξάρτηση του ατόμου απ’ αυτά βλέπουμε πώς μπορεί να οργανωθεί στην πράξη μια σταδιακή διακοπή και μπορούμε να βρούμε συγκεκριμένα σε μια πλήρη λίστα τα φάρμακα και τα ονόματά τους στην ελληνική αγορά. Κατά αντίστοιχο τρόπο βρίσκουμε συγκεκριμένες αναφορές με βιβλιογραφία για εναλλακτικές [προς τη χημική φαρμακοθεραπεία] μεθόδους υποστήριξης ανθρώπων στη διαδικασία διακοπής των ψυχοφαρμάκων: φυτοθεραπεία, βελονισμός, θρησκευτική πίστη, ορθομοριακή ιατρική, πολιτική στράτευση, τέχνη, ομοιοπαθητική, ομάδες αυτοβοήθειας, αθλητικές δραστηριότητες, ψυχοθεραπεία και μια σειρά ακόμα από πρακτικές που βοήθησαν τους συγγραφείς του βιβλίου να επιτύχουν το στόχο τους, αναφέρονται η μια δίπλα στην άλλη χωρίς αξιολογήσεις, χωρίς ιεραρχήσεις, χωρίς σχολιασμό, με όλο τον σεβασμό που ταιριάζει στους ανθρώπους που τις αξιοποίησαν για να αλλάξουν τη ζωή τους. Μ’ αυτό τον τρόπο «πέφτουν στο τραπέζι ιδέες» για τον αναγνώστη, ιδέες που δεν καθοδηγούν, δεν περιορίζουν, δεν αφορίζουν, αλλά ανοίγουν την παλέτα των εκδοχών και ερεθίζουν τη σκέψη και τη δημιουργικότητά του, για την κατασκευή νέων αποτελεσματικών προσωπικών και συλλογικών πραγματικοτήτων.

Μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει άλλη μια ουσιαστική συζήτηση, αυτή τη φορά για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσον αφορά στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα που περιγράφει το βιβλίο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα απόφαση και μαζί μπρος σε μια νέα δυνατότητα: μπορούμε ακόμα μετά την ανάγνωση αυτών των ιστοριών, να «πείθουμε» ή να πειθαναγκάζουμε ανθρώπους να απαρνηθούν τα συναισθήματα και τις γνώσεις τους γι’ αυτό που τους συμβαίνει, προφασιζόμενοι κάποιες επιστημονικοφανείς νοητικές κατασκευές; Θα αναλάβουμε την ευθύνη της υποστήριξης ανθρώπων που θέλουν να βγουν από την πεπατημένη οδό, υποστηρίζοντας έτσι και τον εαυτό μας σε ένα νέο όραμα προσωπικής ανάπτυξης; Τι μήνυμα έχουμε να μοιραστούμε με τις οικογένειες των ανθρώπων που επιλέγουν μια ζωή χωρίς ψυχοφάρμακα; Ένα μήνυμα φόβου και ηττοπάθειας, ελέγχου και εκβιασμού, ή ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του;

Μ’ αυτό τον τρόπο ανοίγει άλλη μια ουσιαστική συζήτηση, αυτή τη φορά για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όσον αφορά στον κοινωνικό και επαγγελματικό τους ρόλο. Αντιμέτωποι με την πραγματικότητα που περιγράφει το βιβλίο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα απόφαση και μαζί μπρος σε μια νέα δυνατότητα: μπορούμε ακόμα μετά την ανάγνωση αυτών των ιστοριών, να «πείθουμε» ή να πειθαναγκάζουμε ανθρώπους να απαρνηθούν τα συναισθήματα και τις γνώσεις τους γι’ αυτό που τους συμβαίνει, προφασιζόμενοι κάποιες επιστημονικοφανείς νοητικές κατασκευές; Θα αναλάβουμε την ευθύνη της υποστήριξης ανθρώπων που θέλουν να βγουν από την πεπατημένη οδό, υποστηρίζοντας έτσι και τον εαυτό μας σε ένα νέο όραμα προσωπικής ανάπτυξης; Τι μήνυμα έχουμε να μοιραστούμε με τις οικογένειες των ανθρώπων που επιλέγουν μια ζωή χωρίς ψυχοφάρμακα; Ένα μήνυμα φόβου και ηττοπάθειας, ελέγχου και εκβιασμού, ή ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στον άνθρωπο και τις δυνάμεις του;Στην ελληνική έκδοση συμμετέχουν και δύο κείμενα Ελλήνων, ενός γιατρού και μιας μητέρας παιδιού, που ανέλαβε την ευθύνη της διακοπής για το ανήλικο παιδί της. Στην προσπάθεια αναζήτησης και άλλων ανθρώπων που θα ήθελαν να γράψουν για την εμπειρία τους βρεθήκαμε μπροστά σε δύο πραγματικότητες, τη μία αναμενόμενη και την άλλη λιγότερο αναμενόμενη. Λιγότερα αναμενόμενη και ιδιαίτερα αισιόδοξη ας θεωρηθεί η διαπίστωση ότι και στην Ελλάδα βρέθηκαν πράγματι άνθρωποι που έχουν από χρόνια σταματήσει ισχυρές ψυχοφαρμακευτικές αγωγές και ζουν υγιείς και ικανοποιημένοι σε διάρκεια χωρίς αυτές. Την τελευταία στιγμή, ωστόσο, ακύρωσαν την απόφασή τους να γράψουν την εμπειρία τους, από επιφυλακτικότητα και φόβο για το τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό κοινωνικά στον τόπο μας, τόσο για τους ίδιους, όσο και για άλλους στη θέση τους. Αυτή η –απόλυτα κατανοητή– στάση ας θεωρηθεί ενδεικτική του κοινωνικού κλίματος στην Ελλάδα του 2008 σε σχέση με την ψυχιατρική αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου. Μπορεί ωστόσο κανείς να υποθέσει ότι σε μια πιθανή επόμενη διεύρυνση του βιβλίου οι ελληνικές συμμετοχές θα είναι περισσότερες.

Ο Πέτερ Λέμαν τολμά με την ομάδα των συγγραφέων αυτού του βιβλίου μια μετωπική σύγκρουση με την παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία και την κλασική ψυχιατρική με την ευθύτητα και το θάρρος αυτών που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μέσα από την πρότασή τους η εικόνα ενός κόσμου αδυναμίας, ηττοπάθειας, αδιεξόδων και κατεστραμμένων υπό το καθεστώς βίας ανθρώπων, αντικαθίσταται από αυτήν ενός κόσμου ρεαλιστικών δυνατοτήτων, εμπιστοσύνης, δύναμης και αλληλεγγύης, όπου οι ψυχικές κρίσεις των ανθρώπων, αντί να απαξιωθούν σε νοσολογικές κατασκευές, παίρνουν εξελικτικό νόημα και οι σχέσεις αποκτούν δύναμη στην οικοδόμηση (και όχι στην καταστροφή) ανθρώπινων πεπρωμένων. Αυτό ισχύει όχι μόνο γι’ αυτούς που αγωνίζονται να ξαναποκτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους, που τους αφαιρέθηκε με βία, αλλά και για όλους τους άλλους, που δεν θέλουν (πια) να είναι βιαστές.

Άννα Εμμανουηλίδου
Κλινική Ψυχολόγος (Dr. Phil., Msc.)
Ιδρυτικό Μέλος του Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας

 

Πέτερ Λέμαν: ΠΡΟΛΟΓΟΣ

«Ζητούνται συγγραφείς για το θέμα “Κόβοντας τα ψυχοφάρμακα”». Αυτό ήταν το κάλεσμα που απηύθυνα το 1995 σε ευρύτατους κύκλους παγκοσμίως. Έγραφα τότε:

«Βγαίνοντας από τα ψυχοφάρμακα. Προσωπικές εμπειρίες με αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά, αντιεπιληπτικά και λίθιο». Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου, που σχεδιάζεται να κυκλοφορήσει το 1997-98. Για την πλειονότητα εκείνων που τους συνταγογραφείται ή τους δίνεται ένα από τα παραπάνω φάρμακα, έχουν τεράστια σημασία οι προσωπικές αφηγήσεις που αποτελούν θετικά παραδείγματα για το ότι μπορεί κανείς να σταματήσει αυτά τα φάρμακα, χωρίς να ξανακαταλήξει στην αίθουσα αναμονής του ψυχιάτρου του ή στο ίδρυμα. Γι’ αυτό αναζητώ συγγραφείς διατεθειμένους να περιγράψουν την προσωπική τους πορεία προς την απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα και οι οποίοι αυτή τη στιγμή ζουν ελεύθεροι από ψυχιατρικά φάρμακα. Ψάχνω ακόμη κείμενα από ανθρώπους, οι οποίοι βοηθούν επαγγελματικά ή από προσωπικό ενδιαφέρον άλλους ανθρώπους να κόψουν τα ψυχοφάρμακα».

Έτσι, πήρα μια σειρά από γραπτά άμεσα ενδιαφερομένων, οι οποίοι ήθελαν να συνεισφέρουν στο βιβλίο με κείμενά τους. Απαντήσεις ήρθαν και από μερικούς επαγγελματίες. Μια ψυχίατρος από το Βερολίνο, που είχε στείλει ένα κείμενο για τη βαθμιαία απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα σε συνδυασμό με ψυχοθεραπεία που εφάρμοζε στο ιατρείο της, το πήρε πίσω, προφανώς από (δικαιολογημένο) φόβο ότι το ιατρείο της θα πλημμύριζε από ανθρώπους που θα ήθελαν να κόψουν τα ψυχοφάρμακα. Επειδή δεν είχα καμιά απάντηση από συγγενείς ασθενών, έστειλα την αγγελία μου στη Γερμανική Ομοσπονδία Συγγενών Ψυχικά Πασχόντων. Καμιά απάντηση. Μήπως ο λόγος σχετίζεται με το ότι, εδώ και χρόνια, οι οργανώσεις συγγενών χρηματοδοτούνται από τις φαρμακοβιομηχανίες;

Θα απλουστεύαμε ωστόσο μοιραία το φαινόμενο της ισόβιας λήψης ψυχοφαρμάκων, αν το συνδέαμε απλά με ψυχρούς συγγενείς, ανεύθυνους γιατρούς και κερδοσκοπικές φαρμακευτικές εταιρείες. Δύο συγγραφείς, που είχαν στείλει κείμενα θέλοντας να αφηγηθούν την πορεία απεξάρτησής τους από τα ψυχοφάρμακα, τα ανακάλεσαν: είχαν μια «υποτροπή». Μια γυναίκα ανέφερε ότι η χρονική στιγμή, που είχε επιλέξει για τη διακοπή των φαρμάκων, ήταν ατυχής: ήταν η περίοδος που χώρισε από τον σύντροφό της. Μια ακόμα ανέφερε, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες, ότι νοσηλευόταν εκ νέου στο ψυχιατρείο, εξ αιτίας ενός νέου ψυχωσικού επεισοδίου: ήταν άραγε αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «ψύχωση διακοπής των φαρμάκων» ή κυριαρχήθηκε και πάλι από τα παλιά της, ανεπεξέργαστα προβλήματα;

Φυσικά, απέφυγα να ενθαρρύνω άλλους να σταματήσουν να λαμβάνουν ψυχοφάρμακα. Απευθυνόμουν ξεκάθαρα σ’ αυτούς που είχαν ήδη σταματήσει πριν από το κάλεσμά μου. Παρ’ όλ’ αυτά, αναρωτιέμαι μήπως και μόνο μέσα από αυτή τη δημόσια ενασχόληση με το θέμα της απεξάρτησης κάποιοι άνθρωποι επηρεάστηκαν κατά λάθος και σταμάτησαν ξαφνικά και απερίσκεπτα τα φάρμακά τους.

Από τότε που υπάρχουν ψυχοφάρμακα, πολλοί νοσηλευόμενοι κόβουν από μόνοι τους τα φάρμακά τους. Μπορεί κανείς να υποθέσει σε πόσους απ’ αυτούς εμφανίζεται, μόνο και μόνο γι’ αυτό, μια «υποτροπή», που τους οδηγεί φυσικά σε μια νέα αναγκαστική λήψη. Είμαι σίγουρος ότι πολλές τέτοιες προσπάθειες θα στέφονταν με μεγαλύτερη επιτυχία, αν οι ενδιαφερόμενοι και οι οικογένειές τους γνώριζαν τα πιθανά προβλήματα και είχαν μια εικόνα για το τι πρέπει να κάνουν, ώστε να μην οδηγηθούν στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία της υποτροπής. Επαγγελματίες του χώρου –εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις– απασχολούν ελάχιστα το μυαλό τους με τη σκέψη τού πώς θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τους πελάτες τους, όταν αυτοί αποφασίσουν να κόψουν τα φάρμακα. Ωστόσο η στάση τού να γυρίσει κανείς την πλάτη και αφήσει αυτούς τους ανθρώπους μόνους με το πρόβλημά τους είναι μια στάση που δείχνει χαμηλού επιπέδου συνείδηση ευθύνης.

Σε ένα βιβλίο δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν όλοι οι διαφορετικοί δρόμοι και τρόποι να κόψει ένας άνθρωπος τα ψυχοφάρμακα. Αυτό που έκρινα σημαντικό ως υπεύθυνος της έκδοσης ήταν οι συγγραφείς «μου» –εκτός των επαγγελματιών– να παρουσιάσουν καθαρά τις επιθυμίες, τους φόβους και την προσωπική διαδικασία την οποία επέλεξαν, όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά. Μόνον ένα πράγμα δεν κλήθηκαν να κάνουν: να δώσουν συμβουλές σε άλλους για το τι πρέπει να κάνουν, να μοιράσουν συνταγές επιτυχίας. Κάθε αναγνώστης πρέπει να βρει τον δικό του δρόμο και μέσα, ανάλογα με τα υπάρχοντα προβλήματα και τις υπάρχουσες δυνατότητες, τις προσωπικές αδυναμίες και δυνάμεις, τους προσωπικούς περιορισμούς και τις προσωπικές επιθυμίες. Τα κείμενα αυτών που αντιμετώπισαν την απεξάρτηση από τα ψυχοφάρμακα οφείλουν να δείξουν ότι είναι δυνατόν να επιτύχει ένας άνθρωπος τον στόχο του χωρίς απώλειες και να ζήσει μια ζωή χωρίς τις παρενέργειες μιας ψυχοφαρμακευτικής αγωγής.

Πέτερ Λέμαν
16.9.2002

 

Πηγή